συνιερέως

συνιερέως
συνιερέω̆ς , συνιερεύς
fellow-priest
masc gen sg
συνιερεύς
fellow-priest
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνιερεύς — έως, ό, θηλ. συνιέρεια, ΜΑ [ἱερεύς] ο συνάδελφος ιερέα, ιερέας όπως και άλλος (α. «θαρσῆσαι τὴν τοῡ συνιερέως ἀνάρρησιν», Συνεσ. β. «καὶ τοῑς συνιερεῡσιν ἀεί καὶ περὶ τῶν μικρῶν διαφερομένου», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”